εκλογέας

εκλογέας
ο
1. αυτός που εκλέγει.
2. ο πολίτης που έχει δικαίωμα ψήφου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκλογέας — και εκλογεύς, ο, η (Α ἐκλογεύς) νεοελλ. πολίτης που έχει το δικαίωμα ψήφου αρχ. εισπράκτορας φόρων …   Dictionary of Greek

  • ἐκλογέας — ἐκλογέᾱς , ἐκλογεύς collector of firstfruits masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσταυρία — η, Ν (παλαιότερα) σύστημα προτίμησης υποψηφίων σε εκλογές με περισσότερους από έναν σταυρούς, τους οποίους σημειώνει ο εκλογέας στο ψηφοδέλτιο δίπλα στο όνομα κάθε υποψηφίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σταυρός + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • ψηφοφόρος — ο, η / ψηφοφόρος, ον, ΝΜΑ, και ψηφηφόρος Α (για πρόσ.) πολίτης που έχει και ασκεί το δικαίωμα ψήφου, εκλογέας αρχ. (γενικά) αυτός που ψηφίζει, που δίνει ψήφο («ἐγένετο Ῥωμαίοις ἐκκλησία κατ ἄνδρα ψηφοφόρος ἡ φυλετική», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Κάσσιος — Επώνυμο ρωμαϊκής οικογένειας, που αρχικά ανήκε στους πατρικίους και, αργότερα, στην τάξη των πληβείων. 1. Σπόριος Βικελίνος (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Διετέλεσε τρεις φορές ύπατος και ήταν συντάκτης του πρώτου αγροτικού νόμου. Στην πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • τραμπούκος — ο θηλ. τραμπούκα 1. αυτός που δέχεται τραμπούκο (βλ. λ.), ο κομματάρχης που χρηματίζεται, ο εκλογέας που πουλά την ψήφο του: Οι τραμπούκοι νοθεύουν τις εκλογές. 2. μπράβος πολιτικού, ψευτοπαλικαράς, νταής: Οι τραμπούκοι δείρανε και τα καναν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”